Χριστούγεννα


Της Κοκκώνας το σπίτι, Χριστουγεννιάτικο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη - ΗΧΗΤΙΚΟ

Της Κοκκώνας το σπίτι, Χριστουγεννιάτικο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη - ΗΧΗΤΙΚΟ

21 Δεκεμβρίου 2021
Το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Της Κοκκώνας το σπίτι δημοσιεύτηκε στις 25 Δεκεμβρίου του 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις. Ανήκει στη σειρά των παιδικών διηγημάτων του Παπαδιαμάντη, αλλά με τη μορφή της αδικοχαμένης Κοκκώνας και του μοιραίου σπιτιού της, που υψώνεται σαν τραγικός μάρτυρας της τύχης της, αποκτά πλατύτερο περιεχόμενο.
Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος και Βαπτιστής του Χριστού

Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος και Βαπτιστής του Χριστού

7 Ιανουαρίου 2021
Καί τότε κατέστη δυνατόν νά δοῦν οἱ ἄνθρωποι ἕνα θέαμα πού προκαλοῦσε ρίγος. Ὁ Ἰωάννης ἀκούμπησε γεμάτος τρόμο τήν κεφαλή τοῦ Δεσπότου· ἄνοιξαν ἐπάνω οἱ οὐρανοί καί οἱ ἄγγελοι παρατηροῦσαν τά γεγονότα· ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέ τή μορφή περιστερᾶς ἦλθε ἐπάνω στήν κεφαλή τοῦ Δεσπότου καί ἔσπρωχνε τό δεξί χέρι τοῦ Ἰωάννη.
«Καί νέ­ον ἔ­τος ἀ­ριθ­μεῖ.­.­.». Ἡ μορφή καί ἡ προσωπικότητα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου

«Καί νέ­ον ἔ­τος ἀ­ριθ­μεῖ.­.­.». Ἡ μορφή καί ἡ προσωπικότητα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου

31 Δεκεμβρίου 2020
Τήν Πρω­το­χρο­νιά ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας ἑ­ορ­τά­ζει καί τή μνή­μη τοῦ με­γά­λου Βα­σι­λεί­ου. Τέ­λει­ος με­τα­ξύ τῶν τε­λεί­ων, ὀ­νο­μά­σθη­κε πα­νε­πι­στή­μο­νας, ἰα­τρός, φι­λό­σο­φος, θε­ο­λό­γος, νο­μι­κός, ἀσ­ρο­νό­μος, φυ­σι­κός, μα­θη­μα­τι­κός, ρή­το­ρας, ἐ­πί­σκο­πος, ἀ­σκη­τής, δι­δά­σκα­λος, συγ­γρα­φέ­ας, φι­λό­πτω­χος, ἀ­σθε­νής, δυ­να­τός, φω­τι­σμέ­νος. Ὁ ἅ­γιος Γρη­γό­ριος ὁ Να­ζι­αν­ζη­νός τόν ὀ­νο­μά­ζει «σπου­δαι­ό­τε­ρο τῶν ἀν­θρώ­πων τοῦ αἰ­ῶ­νος του».
Περιμένοντας τὰ Χριστούγεννα

Περιμένοντας τὰ Χριστούγεννα

21 Δεκεμβρίου 2021
Οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς καλοῦν νὰ ἀνοίξουμε τὰ μάτια τῆς καρδιᾶς καὶ νὰ μελετήσουμε τὸ μεγάλο αὐτὸ μυστήριο, ποὺ κυριολεκτικὰ ἄλλαξε τὴ μορφὴ τοῦ κόσμου.
Φώτης Κόντογλου: Γιάννης ὁ Βλογημένος (Διήγημα)

Φώτης Κόντογλου: Γιάννης ὁ Βλογημένος (Διήγημα)

31 Δεκεμβρίου 2020
Ὁ Ἅγιος Βασίλης, σὰν περάσανε τὰ Χριστούγεννα, πῆρε τὸ ραβδί του καὶ γύρισε σ᾿ ὅλα τὰ χωριά, νὰ δεῖ ποιὸς θὰ τόνε γιορτάσει μὲ καθαρὴ καρδιά. Πέρασε ἀπὸ λογιῶν-λογιῶν πολιτεῖες κι ἀπὸ κεφαλοχώρια, μὰ σ᾿ ὅποια πόρτα κι ἂν χτύπησε δὲν τ᾿ ἀνοίξανε, ἐπειδὴ τὸν πήρανε γιὰ διακονιάρη. Κ᾿ ἔφευγε πικραμένος, γιατὶ ὁ ἴδιος δὲν εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, μὰ ἔνοιωθε τὸ πόσο θὰ πονοῦσε ἡ καρδιὰ κανενὸς φτωχοῦ ἀπὸ τὴν ἀπονιὰ ποὺ τοῦ δείξανε κεῖνοι οἱ ἄνθρωποι.
Σελίδα: 12